βοτηρικος

βοτηρικος
    βοτηρικός
    3
    пастушеский, пастуший
    

(ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βοτηρικος" в других словарях:

  • βοτηρικός — βοτηρικός, ή, όν (Α) [βοτήρ] ο ποιμενικός …   Dictionary of Greek

  • βοτηρικά — βοτηρικός of neut nom/voc/acc pl βοτηρικά̱ , βοτηρικός of fem nom/voc/acc dual βοτηρικά̱ , βοτηρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτηρικαί — βοτηρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτηρική — βοτηρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»